ποδένω — Ν 1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του 2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, τού αγοράζω υποδήματα 3. μέσ. ποδένομαι φορώ τα παπούτσια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποδέω «φοράω, προμηθεύω υποδήματα», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
παπουτσώνω — [παπούτσι] 1. εφοδιάζω κάποιον με υποδήματα, βάζω ή αγοράζω σε κάποιον παπούτσια, ποδένω 2. μέσ. παπουτσώνομαι α) αποκτώ παπούτσια β) φορώ τα παπούτσια μου («παπουτσωμένος γάτος») … Dictionary of Greek
ποδεσιά — η, Ν [ποδένω] η υπόδηση, το ζευγάρι τών παπουτσιών και κυρίως, τών τσαρουχιών … Dictionary of Greek
πόδεμα — το, Ν [ποδένω] 1. η υπόδηση, το να φοράει κανείς τα υποδήματα του 2. ναυτ. το άκρο τής πρύμνης ρηχής βάρκας … Dictionary of Greek
παπουτσώνω — παπούτσωσα, παπουτσώθηκα, παπουτσωμένος, εφοδιάζω με παπούτσια, ποδένω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδένω — βλ. ποδένω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)